«Ο συγγραφέας πρώτος σύμμαχος του λαού»
Αποχαιρετώντας την Διδώ Σωτηρίου
Ό,τι και να γράψεις δεν μπορεί να συγκριθεί με την ομιλούσα εικόνα οπότε ξεκινάω με οπτικοακουστικό υλικό για να απολαύσουμε αυτόν τον σπουδαίο άνθρωπο.
Νομίζω ότι είναι υπεραρκετά. Το Αρχείο της Ε.Ρ.Τ. δεν είναι άγαλμα για να το γκρεμίσουνε ούτε θεωρώ πιθανό να βρεθούν, πάλι, βάρβαροι και να την κλείσουν. Άρα η θέση τους εδώ είναι εξασφαλισμένη.
Διδώ Σωτηρίου
«Στις μνήμες των ζωντανών έσκυψα. Ακούμπησα μ' αγάπη και πόνο τ' αυτί στις καρδιές τους, εκεί που κρατούν τις θύμισες, όπως στο κονοστάσι τα βάγια και τα στέφανα...». Αυτές τις αιματοβαμμένες μνήμες αφουγκράστηκε, ζωντάνεψε, ανέδειξε και τις έκανε έργο σπουδαίο. Γιατί ήξερε πως όταν ξεχνιέται το αίμα, εκείνο που μπορεί να μείνει στη θέση του είναι το μελάνι. Και σ' αυτήν την περίπτωση «το μελάνι είναι τόσο αναγκαίο, γιατί πρέπει κάπου να ζούνε αυτοί οι άνθρωποι...».
Η Διδώ Σωτηρίου πέρασε στην αιωνιότητα, αφήνοντάς μας παρακαταθήκη το πολύτιμο συγγραφικό έργο της, στο οποίο με αληθινή μαεστρία αποτυπώνει τον αγώνα του ανθρώπου και τις ελπίδες του για έναν καλύτερο κόσμο. Έφυγε από τη ζωή στις 23/9, έχοντας δίπλα της την αδελφή της Έλλη Παπά και τον αγαπημένο της ανιψιό, Νίκο Μπελογιάννη.
Γέννημα θρέμμα του μικρασιατικού ελληνισμού, όπως έλεγε σε παλιότερη συνέντευξή της στο «Ρ», «το να αποδυθώ στην περιπέτεια του γραψίματος, δεν το θεωρούσα ανάδειξη του συγγραφέα. Το θεωρούσα χρέος στην Ιωνία, την πατρίδα μου. Δε διάλεξα τα γεγονότα. Με διαλέξανε. Τα 'ζησα, με τσουρουφλίσαμε, κάηκα μέσα σ' αυτά, κακά τα ψέματα. Αν δεν έχεις βιώματα, όσο ταλέντο κι αν διαθέτεις, όση φαντασία, δε βγαίνουν γνήσια πράγματα χωρίς συνεργασία με τη ζωή».
Προσφυγιά και αντιστασιακή δράση
Γεννημένη στις αρχές του 20ού αιώνα στο Αϊδίνι της Μ. Ασίας, η Διδώ Σωτηρίου, στα έντεκά της χρόνια, θα ζήσει τη Μικρασιατική Καταστροφή, τον ξεριζωμό, την προσφυγιά (αρχικά εγκαταστάθηκε στον Πειραιά και κατόπιν στην Αθήνα). Μεταξύ των καθηγητών της στη Μέση Εκπαίδευση, συγκαταλέγονταν ο μεγάλος πεζογράφος και σοσιαλιστής Κώστας Παρορίτης και η μεταφράστρια και ποιήτρια Σοφία Μαυροειδή - Παπαδάκη, καθηγητές που επέδρασαν στο να μυηθεί στις προοδευτικές και κομμουνιστικές ιδέες. Στα 18 της, η εύπορη οικογένειά της, της δίνει τη δυνατότητα να ταξιδέψει στην Ευρώπη. Σπούδασε Γαλλική Φιλολογία στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών και μετά στη Σορβόνη.
Από νεαρή ηλικία ανέπτυξε πολιτικο-κοινωνική δράση μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ (στο οποίο έμεινε μέχρι περίπου τα τέλη του Εμφυλίου) και γυναικείων οργανώσεων. Ως εκπρόσωπος γυναικείων οργανώσεων, συμμετείχε σε συνέδρια, όπως το Α` Παγκόσμιο Συνέδριο Γυναικείων Οργανώσεων για την Ειρήνη, καθώς και στο Παγκόσμιο Συνέδριο Λογοτεχνών, αφού, παράλληλα με τη δημοσιογραφική της δουλιά την οποία ξεκίνησε το 1933 (μεταξύ άλλων στα περιοδικά «Νέος κόσμος της γυναίκας», «Γυναικεία Δράση», «Κομμουνιστική δράση», αρχισυντάκτρια αργότερα στο περιοδικό «Γυναίκα»), ασχολούνταν και με τη λογοτεχνία. Ως δημοσιογράφος μαθήτευσε δίπλα στον Νίκο Καρβούνη, στον Κώστα Βάρναλη και άλλες μορφές των Γραμμάτων μας. Καθοριστικό για την πορεία της στάθηκε το συναπάντημά της με την ηρωική μορφή της Εθνικής Αντίστασης, την Ηλέκτρα Αποστόλου. Συμμετέχει στους κοινωνικούς αγώνες της εποχής και στις κρίσιμες ώρες της φασιστικής σκοτεινιάς παίρνει μέρος στον αντιφασιστικό αγώνα και μετέχει στο Κεντρικό Συμβούλιο της «Κοινωνικής Αλληλεγγύης». Η ώρα της απελευθέρωσης, το πρωί της 12ης Οκτωβρίου 1944, βρίσκει την Διδώ να κλείνει πάνω στο μάρμαρο την πρώτη σελίδα του παράνομου ακόμα «Ριζοσπάστη», στην ελεύθερη γειτονιά της Ν. Ελβετίας στο Βύρωνα. Μαθαίνοντας την αποχώρηση των κατακτητών, γράφει ως κεντρικό τίτλο του πρωτοσέλιδου της εφημερίδας το σολωμικό στίχο «ΧΑΙΡΕ, Ω ΧΑΙΡΕ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ».
Στη διάρκεια της Κατοχής, μαζί με άλλες σπουδαίες αγωνίστριες - όπως την Μέλπω Αξιώτη, την Λιούντα Μάντακα, την Μ. Μάστρακα - δημοσιογραφούσε στα παράνομα ΕΑΜικά έντυπα και μετά την απελευθέρωση, για ένα διάστημα, στα χρόνια 1946-1947, ανέλαβε την αρχισυνταξία του «Ριζοσπάστη», ενώ δημοσιογραφούσε και στο «Ρίζο της Δευτέρας». Αργότερα, όταν εκδόθηκε η εφημερίδα «Αυγή», συνεργάστηκε με άρθρα και χρονογραφήματα. Επίσης, δημοσίευσε ποικίλα θέματα στο περιοδικό «Επιθεώρηση της Τέχνης».
«...να υπηρετείς την ιστορία και τη ζωή»
«Για μένα συγγραφέας είναι ο πρώτος σύμμαχος του λαού», έλεγε η Δ. Σωτηρίου στο «Ρ», σημειώνοντας πως «λογοτεχνία είναι να υπηρετείς την ιστορία και τη ζωή. Να βάλεις να κατοικήσει μέσα στο βιβλίο η ζωή». Η πρώτη επίσημη λογοτεχνική της εμφάνιση έγινε το 1959 με το μυθιστόρημα «Οι νεκροί περιμένουν», το οποίο είχε έντονο αυτοβιογραφικό χαρακτήρα. «Χαιρόμαστε έναν συγγραφέα που δεν κάνει φιλολογία, αλλά ζωή - γιατί η τέχνη είναι ζωή, γι' αυτό άλλωστε και μένει και υπάρχει ύστερα και από μας», έγραψε ο ποιητής Νικηφόρος Βρεττάκος για το έργο, ενώ η συγγραφέας Ελλη Αλεξίου σημείωνε: «Ζωντανεύει τύπους, κόσμους, εποχές - αληθινή αποκάλυψη...».
Η μεγάλη αναγνώριση της Δ. Σωτηρίου ήρθε με το δεύτερο έργο της «Ματωμένα χώματα» (1962), το «έπος της προσφυγιάς» όπως χαρακτηρίστηκε. «Εχουμε ένα δικό μας "Πόλεμο και Ειρήνη", που ανάλογα με το ανάστημα της νεοελληνικής λογοτεχνίας - σε σύγκριση με τη ρωσική του τέλους του 19ου αιώνα - δεν έχει καθόλου μικρότερη σημασία από το αριστούργημα του Τολστόι», έγραφε για το μυθιστόρημα στην «Επιθεώρηση Τέχνης» (1967) ο κριτικός λογοτεχνίας Δ. Ραυτόπουλος. «Πιστεύω ότι πρόκειται τουλάχιστον για το καλύτερο πεζό νεοελληνικό δίπτυχο: ειρήνη - πόλεμος, για την αρτιότερη μετάπλαση σε επική πρόζα μιας μεγάλης και βαρυσήμαντης εθνικής περιπέτειας».
Ακολούθησαν τα βιβλία της: «Ηλέκτρα» (για τη φίλη και συναγωνίστριά της Ηλέκτρα Αποστόλου), «Εντολή» (1976), που αναφέρεται στη δίκη και εκτέλεση του Νίκου Μπελογιάννη, συντρόφου της αδερφής της, Ελλης Παππά, «Κατεδαφιζόμεθα» (1982), τα παιδικά αφηγήματα «Μέσα στις φλόγες» (1972) και «Επισκέπτες» (1979), ενώ το 1995 εκδόθηκε το τελευταίο της βιβλίο «Θέατρο» με δυο θεατρικά έργα της κι έναν μονόλογο. Το 1975 γράφει τη μελέτη «Μικρασιατική καταστροφή και στρατηγική του ιμπεριαλισμού στην Ανατολική Μεσόγειο», όπου φέρνει στο φως κρυφές πτυχές της καταστροφής. Αναφερόμενη στο έργο της, έλεγε: «Η δική μου προσπάθεια ήταν να κάνω μια έντιμη επιλογή από κείνα τα γεγονότα και τις κρίσεις που συνήθως αποσιωπώνται. Και αυτό για να πληροφορήσω σωστά, καμιά φορά και να σχολιάσω αντικειμενικά. Οι πρωταγωνιστές μιας εποχής συνταρακτικής, ακόμα και οι απλοί αυτόπτες μάρτυρες, όταν πάψουν να βρίσκονται στο προσκήνιο, νιώθουν την ανάγκη κάποιας μεγαλύτερης ειλικρίνειας είτε απομνημονεύματα γράφουν ή αφηγήσεις κάνουν. Κι επωφελήθηκα από τη νηφαλιότητά τους, όπως και από τις κραυγές της οργής τους μπρος στο "συμμαχικό εμπαιγμό", που πήρε την έκταση εθνικής συμφοράς στη Μικρασία. Το αίμα, αχ το αίμα, τι άδικο, ξεχνιέται και μένει το μελάνι. Κι αυτό το μελάνι πρέπει να μιλήσει».
Τα μυθιστορήματά της έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες: Τουρκικά, γερμανικά, αγγλικά, γαλλικά, ρωσικά, βουλγαρικά, ουγγρικά, ρουμανικά κ.ά. Αξίζει να σημειωθεί ότι στο σπίτι της άφησε δεκάδες σελίδες χειρογράφων. Ανάμεσά τους και το ημιτελές μυθιστόρημα «Τα παιδιά του Σπάρτακου» και μια αυτοβιογραφία.
Η Δ. Σωτηρίου ήταν μεταξύ των ιδρυτικών μελών της Εταιρείας Συγγραφέων, η οποία αθλοθέτησε και το Βραβείο Πολιτισμού «Διδώ Σωτηρίου». Είχε τιμηθεί με το βραβείο Ιπεκτσί (1983), με το Ειδικό Κρατικό Βραβείο και με το Μεγάλο Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών (1989).
Ρ. Σ.